- ὦμοι
- ὤμοιindeclform (exclam)ὦμοςthe shoulder with the upper armmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὤμοι — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώμοι — και ὦμοι Α επιφών. οίμοι, αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφών. σχηματισμένο από το επιφών. ὦ / ὤ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής προσωπικής αντωνυμίας (πρβλ. οἴμοι)] … Dictionary of Greek
ὠμοί — ὠμός raw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия
οίμοι — (ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι) (επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής… … Dictionary of Greek
CONCLAMANDI defunctos ritus — occurrit apud Statium, l. 2. Sylv. 6. cui titul. Epicedion Pileti Ursi. v. 5. miserum est primaeva Parenti Pignora, surgentesque nefas accendere natos: Durum et deserti, praereptâ coniuge, partem Conclamare tori Et l. 9. Theb. v. 355. At genitrix … Hofmann J. Lexicon universale
εϋστρεφής — ἐϋστρεφής, ές (Α) 1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.) 2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής, επι στρεφής] … Dictionary of Greek
λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… … Dictionary of Greek
περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ … Dictionary of Greek
πικραλίδα — (ταράξακο το φαρμακευτικό). Ποώδες πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων (δικοτυλήδονα). Συναντάται στους φράχτες, στις άκρες των δασών και των δρόμων, στα λιβάδια, σε χέρσους αγρούς, παντού στην Ελλάδα. Είναι φυτό άκαυλο, με… … Dictionary of Greek